- ομόργνυμι
- ὀμόργνυμι (Α)(συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ' ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ-μόργ-νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ-, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ- τής ΙΕ ρίζας *merĝ- «σκουπίζω, καθαρίζω, στεγνώνω» (με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- με -ορ-, πρβλ. μορτός) και συνδέεται με αρχ ινδ. mr-na-k-ti «σκουπίζω, τρίβω». Πολλοί, συνδέοντας τον αόρ. ὤμορξα με το αρχ. ινδ. amārksit, θεωρούν ότι το βασικό φωνήεν τής ρίζας είναι -ō- και συνεσταλμένη του βαθμίδα το -ορ-. Αλλά δεν συντρέχει κανένας λόγος να δεχθεί κανείς μακρόφωνη ρίζα, αφού ο αόρ. ώμορξα μπορεί να συνδεθεί με τον αρχαιότερο αόρ. τής αρχ. ινδ. amrksat, -a, που ανάγεται και αυτός στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας *merĝ- (πρβλ. και τις γλώσσες τού Ησύχ. ὄμαρξον, ὄμάρξασθαι). Στην απαθή βαθμίδα τής ίδιας ρίζας, τέλος, με προθεματικό φωνήεν ἀ- θα μπορούσε να αναχθεί το ρ. ἀμέργω*].
Dictionary of Greek. 2013.